ποσοτικός

ποσοτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ποσότητα («ποσοτική εξέταση)
2. φρ. α) «ποσοτική ανάλυση»
χημ. κλάδος τής χημείας που ασχολείται με τον προσδιορισμό τής ποσότητας ή τής ποσοστιαίας αναλογίας τών συστατικών ενός δείγματος
β) «ποσοτική θεωρία τού χρήματος»
(οικον.) η θεωρία που συνδέει τις μεταβολές στο γενικό επίπεδο τιμών με την ποσότητα τού χρήματος που κυκλοφορεί
γ) «ποσοτικός φόρος»
(οικον.) η μέθοδος κατά την οποία ο φορολογικός συντελεστής καθορίζεται από πριν με τη μορφή ποσοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσό. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικ. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποσοτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποσότητα ή το ποσό: Ποσοτική και ποιοτική διαφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των …   Dictionary of Greek

  • μεγεθικός — μεγεθικός, ή, όν (Α) [μέγεθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέγεθος («μεγεθικὸν μέτρον», Σιμπλίκ.) 2. ποσοτικός («μεγεθικὴ συνέχεια», Σιμπλίκ.) …   Dictionary of Greek

  • μικροκαθετήρας — ο χημ. μικροαναλυτής εφοδιασμένος με ηλεκτρονικό καθετήρα, με τον οποίο είναι δυνατός ο ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός τών χημικών στοιχείων που βρίσκονται μέσα σε όγκο υλικού πολύ μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α… …   Dictionary of Greek

  • νοησιαρχία — (intellectualismus). Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις που θέτουν τη νόηση ως αυτοτελές κριτήριο, κύριο ή και μοναδικό, της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την αυτοδυναμία της νόησης, που συλλαμβάνει την αλήθεια των… …   Dictionary of Greek

  • οξ(ε)ιδιμετρία — η χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας με την οποία γίνεται ο ποσοτικός προσδιορισμός, δηλ. η τιτλοδότηση, μιας ουσίας με οξειδοαναγωγική αντίδραση, αλλ. αναγωγιμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oxydoreductimetrie < oxydo… …   Dictionary of Greek

  • πολαρογραφία — Κλάδος της ηλεκτροχημείας, ο οποίος επιτρέπει τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ της εφαρμοσμένης τάσης στα ηλεκτρόδια και της έντασης του ρεύματος που διέρχεται μέσα από ένα ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να καθοριστούν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ποσώδης — ές, Α [ποσός / ποσόν] ποσοτικός …   Dictionary of Greek

  • ενεργοποίησης, ανάλυση — Αναλυτική μέθοδος υψηλής ακρίβειας, κατά την οποία ενεργοποιείται το προς ανάλυση υλικό, αφού ακτινοβοληθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα με σωμάτια υψηλών ενεργειών (συνήθως νετρόνια) ή ακτίνες γάμμα και στη συνέχεια προσδιορίζεται το είδος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”